- πολύκλαυστος
- και πολύκλαυτος, -η, -ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, -ον, ΝΜΑ1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητοςαρχ.1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.)2. φρ. α) «πολύκλαυστα ῥεῑθρα» — πολλά, άφθονα δάκρυαβ) «πολύκλαυστος πόλεμος» — πόλεμος που έχει προκαλέσει πολλά δάκρυαγ) «πολύκλαυστος ποταμός» — ποταμός που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κλαυστός / κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πάγ-κλαυστος / πάγ-κλαυτος].
Dictionary of Greek. 2013.